- διαθερίζω
- διαθερίζω,A pass the summer, Lyd.Mag.1.46.II cut asunder, Hsch. s.v. διαμῆσαι.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
διαθερίζω — (Α διαθερίζω) [θερίζω] παραθερίζω αρχ. διατέμνω, διακόπτω … Dictionary of Greek
διαθερίσαι — διαθερίζω pass the summer aor inf act διαθερίσαῑ , διαθερίζω pass the summer aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)